- σκύμνος
- ο1) львёнок; 2) детёныш (хищного зверя);
σκύμνος λύκου — волчонок;
σκύμνος άρκτου — медвежонок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκύμνος λύκου — волчонок;
σκύμνος άρκτου — медвежонок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Σκύμνος — cub. whelp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύμνος — cub. whelp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύμνος — Έλληνας γεωγράφος από τη Χίο (2ος αι. π.Χ.). Του έχει αποδοθεί απόσπασμα περιγραφής της γης σε ιαμβικό τρίμετρο, που περιγράφει την ακτή της Ευρώπης ως την Απολλωνία του Πόντου. Έζησε στη Βιθυνία, και αφιέρωσε το έργο του, που αποτελείται από… … Dictionary of Greek
σκύμνος — ο λιονταράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκύμνε — Σκύμνος cub. whelp masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύμνε — σκύμνος cub. whelp masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύμνοι — Σκύμνος cub. whelp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύμνοι — σκύμνος cub. whelp masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύμνοις — Σκύμνος cub. whelp masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύμνοις — σκύμνος cub. whelp masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύμνοισι — Σκύμνος cub. whelp masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)